- ὑμνητῆρ'
- ὑμνητῆρα , ὑμνητήρmasc acc sgὑμνητῆρι , ὑμνητήρmasc dat sgὑμνητῆρε , ὑμνητήρmasc nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υμνητήρ — ῆρος, ό, θηλ. ὑμνήτειρα, Α υμνητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμνῶ + επίθημα τήρ / τειρα (πρβλ. τιμη τήρ)] … Dictionary of Greek
ὑμνητῆρα — ὑμνητήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνητῆρες — ὑμνητήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνήτειραν — ὑμνητήρ fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υμνήτειρα — ἡ, Α βλ. ὑμνητήρ … Dictionary of Greek
υμνητήριος — ον, Μ [ὑμνητήρ] υμνητικός … Dictionary of Greek